- τέτμηται
- τέμνωcutperf ind mp 3rd sgτέτμονovertakeaor subj mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τέτμητ' — τέτμηται , τέμνω cut perf ind mp 3rd sg τέτμητο , τέμνω cut plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) τέτμητε , τέτμον overtake aor subj act 2nd pl τέτμηται , τέτμον overtake aor subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονή — Βλ. λ. μοναστήρι ή μονή. * * * η (ΑΜ μονή) 1. μοναστήρι 2. τόπος διαμονής, κατάλυμα («ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῡ πατρός μου μοναὶ πολλαί εἰσιν», ΚΔ) 3. τόπος στον οποίο μένει ή σταθμεύει κανείς προσωρινά, χάνι, πανδοχείο («τέτμηται δὲ διὰ τῶν μονῶν ἡ ὁδός» … Dictionary of Greek